μοναχός, ὁ
Ερμηνεία:
[αυτός που απαρνήθηκε τα εγκόσμια και έχει αφιερώσει τη ζωή του στο Χριστό, ο καλόγερος, ο γέροντας]
Ετυμολογία:
[< (Πλάτων) μοναχή (επιρρ, που σημαίνει μονόδρομα, μόνο από έναν δρόμο) < (Όμηρ.) μόνος, -η, -ο (μόνος, μοναχός, μεμονωμένος), Καινή Διαθήκη:112 φορές < (Ελληνική Ανθολογία) μοναχός ]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
... Εἷς νεαρὸς μοναχός, ἀγαπῶν ν᾿ἀστεΐζεται, γενομένου ποτὲ λόγου περὶ ... [Ἄσπρη σὰν τὸ χιόνι (1907)]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|